- υποκλάζω
- (I)ΜΑ1. λυγίζω λίγο τα γόνατα («ὕπτιος αὐτοκύλιστος ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», Νόνν.)2. (με δοτ.) ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον3. μτφ. (για λύχνο) σβήνω σιγά σιγά («ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)4. (μτβ.) κάμπτω, λυγίζω («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῑς μητράσιν», Λόγγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη»].————————(II)Αβογγώ, γογγύζω λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κλάζω «βγάζω οξύ, διαπεραστικό ήχο, κράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.